- μονοπωλείον
- μονοπωλεῑον και μονοπουλεῑο(ν) και μονοπουλίο(ν), τὸ (Μ) [μονοπώλης]το μονοπώλιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονοπουλίον — μονοπουλίον, τὸ (Μ) βλ. μονοπωλείον … Dictionary of Greek
μονοπουλείον — μονοπουλεῑον, τὸ (Μ) βλ. μονοπωλείον … Dictionary of Greek